- ξύνω
- έξυσα, ξύθηκα και ξύστηκα, ξυμένος και ο ξυσμένος1. τρίβω με τα νύχια επιφάνεια, δέρμα: Άρχισε να σκέπτεται ξύνοντας το κεφάλι του.2. αφαιρώ από επιφάνεια κάτι: Κι άξαφνα του τοίχου τ' ασβεστόχρισμα θα ξυστεί, θα πέσει ολόγυρά μου (Δροσίνης).3. ξελεπίζω ψάρι: Ξύσε τα ψάρια.4. μτφ., διώχνω κάποιον από τη θέση του: Μόλις άλλαξε η κατάσταση, τον ξύσανε από τη δουλειά.5. το μέσ., ξύνομαι και ξυούμαι και ξυέμαι ξύνω τον εαυτό μου: Με βρήκε ψώρα και ξύνομαι συνέχεια.6. φρ., «Άντε ξύσου», φύγε, χάσου· «Αν δεν έχεις νύχια να ξυστείς, μην περιμένεις να σε ξύσει άλλος» (παροιμ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.